- γρανίτα
- η(λ. ιταλ.), παγωμένος χυμός φρούτων: Γρανίτα λεμόνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γρανίτα — η είδος παγωτού από χυμούς φρούτων που ρουφιέται με καλαμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < ιταλ. granita < grano «κόκκος, σπόρος»] … Dictionary of Greek